- μονοπρόσωπος
- -η, -ο (ΑΜ μονοπρόσωπος, -ον)αυτός που έχει ένα μόνο πρόσωπο («μονοπρόσωπος θεότης τριώνυμος», Μάξ. Ομολ.)νεοελλ.1. (για κτήρια) αυτός που έχει μία πρόσοψη («μονοπρόσωπο κτήριο»)2. μτφ. ειλικρινής, ευθύς, έντιμος, χωρίς διπλοπροσωπίααρχ.1. (για την ποίηση) αυτός που μιλά σε ένα μόνο πρόσωπο, μονόλογος («μονοπρόσωπος ποίησις», Διογ. Λαέρτ.)2. ο διακοσμημένος με ένα μόνο πρόσωπο3. φρ. «μονοπρόσωπος ἀντωνυμία»γραμμ. η αντωνυμία που εμφανίζεται σε ένα μόνο πρόσωπο.επίρρ...μονοπροσώπως (ΑΜ)εν είδει μονολόγου, μονολογικώς, σαν μονόλογος ή όπως ο μονόλογος.
Dictionary of Greek. 2013.